- εὐθυέντερος
- εὐθῠ-έντερος, ον,A with straight intestines, Arist.HA 507b34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυέντερος — εὐθυέντερος, ον (Α) αυτός που έχει ίσια έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + έντερον] … Dictionary of Greek
εὐθυέντερον — εὐθυέντερος with straight intestines masc/fem acc sg εὐθυέντερος with straight intestines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυεντέροις — εὐθυέντερος with straight intestines masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυέντερα — εὐθυέντερος with straight intestines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek